- διαβόρειος
- διαβόρειος, ον,A stretching northwards, Str.2.1.33 (s. v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαβόρειο — διαβόρειος, ον (Α) αυτός που εκτείνεται προς Βορράν … Dictionary of Greek